Φεύγοντας από την Κύπρο οι Βρετανοί το 1960, άφησαν πίσω τους ένα πολύ καλό οδικό δίκτυο, ασφαλτοστρωμένο, που ένωνε τις πόλεις και τα μεγαλύτερα χωριά ή τουλάχιστον αυτά που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι αποτελούσαν καλούς προορισμούς για τους ιδίους.
Για να μην εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας και των ψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν στο νησί, δημιουργούσαν ένθεν και ένθεν των δρόμων δεντροστοιχίες οι οποίες απαρτίζονταν κυρίως από Κυπαρίσσια ή Ευκαλύπτους.
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλές μικρές ή και μεγάλες ρεματιές, ήταν αναγκασμένοι να κτίζουν και πολλά πέτρινα γεφύρια. Στην Κύπρο υπάρχουν εκατοντάδες από αυτά. Η συντριπτική πλειοψηφία έχει τεθεί σε αχρησία αφού εν τω μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία, προχώρησε και δημιούργησε ένα άρτιο οδικό δίκτυο, κτίζοντας νέα, τσιμεντένια γεφύρια.
Στην περιοχή του χωριού Πάνω Λευκαρα και στην πορεία του ποταμού Συρκάτη, υπάρχει ένα από αυτά τα πέτρινα γεφύρια. Βρίσκεται μόλις μερικά μέτρα μακριά από το νέο.
Πρόκειται για γεφύρι ενός άρτια ημικυκλικού τόξου το οποίο, λόγω του μεγάλου πλάτους της ρεματιάς, διαθέτει 3 ζεύγη αντηρίδων στο βόρειο ακροβάθρο. Ολόκληρο το κτίσμα σχηματίζει ημικυκλικό τόξο με την καμπύλη να είναι αντίθετη με το ρέμα του ποταμού. Το οδόστρωμα είναι χωμάτινο και διαθέτει πέτρινα στηθαία και στα δύο άκρα.
Δυστυχώς αυτό το πανέμορφο κτίσμα είναι καταδικασμένο να καταστραφεί. Η εξάπλωση της άγριας φύσης μέσα στην κοίτη του ποταμού ο οποίος έχει πολλά χρόνια να κατέλθει ορμητικός από τη μια και η αδιαφορία των ανθρώπων για να την καθαρίσουν και να το «ελευθερώσουν» από τους τεράστιους βάτους που το «πνίγουν», σε περίπτωση πολυομβρίας στην περιοχή και την υπερχείλιση του φράγματος το γεφύρι θα βρεθεί αντιμέτωπο με τεράστιες ποσότητες ορμητικών νερών, που δεν θα έχουν άλλη οδό διαφυγής, παρά να περάσουν πάνω από αυτό με κίνδυνο να το παρασύρουν.