Ήταν το έτος 1571 όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι εισέβαλαν στο νησί της Κύπρου μετά που ο σχιζοφρενής Σουλτάνος Σελήμ Β΄ ο μέθυσος έδωσε σχετική εντολή στον αιμοσταγή και αδίστακτο Λαλά Μουσταφά Πασά, να του πάρει για να πιει το Νάμα όλων των κρασιών, την Κουμανταρία. Στα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή, οι Οθωμανοί επιδόθηκαν σε μίαν άνευ προηγουμένου εξοντωτική πολιτική έναντι σε κάθε τι που ήταν Φράγκικο και Ενετικό. Χιλιάδες εκκλησίες, μοναστήρια και εξωκλήσια καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά και Τεμένη.
Χιλιάδες άνθρωποι εξοντώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τους οικισμούς τους και να προχωρήσουν πιο βαθιά στην ενδοχώρα με σκοπό να γλιτώσουν τον θάνατο. Εκατοντάδες χωριά και οικισμοί καταστράφηκαν εκ θεμελίων και εξαφανίστηκαν την ίδια ώρα που σε κάποια άλλα έδιωχναν τους νόμιμους κατοίκους τους και σε αυτά μετέφερναν εποίκους από την Ανατολία.
Ανάμεσα στα τελευταία ήταν και το χωριό Άγιος Μάμας Λεμεσού. Το χωριό «ριζωμένο» στους ανατολικούς πρόποδες του ιστορικού αλλά και πολύ κακοτράχαλου βουνού Ζάλακα από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, παρήγαγε την καλύτερη, ίσως, Κουμανταρία στο νησί.
Γι αυτό τον λόγο, οι κάτοικοι του είτε εξοντώθηκαν είτε εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και στην θέση τους, οι Οθωμανοί, τοποθέτησαν Τούρκους που μετέφεραν από την Ανατολία. Όσοι Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού γλύτωσαν από τον θάνατο, κατέφυγαν σε μια δύσβατη και καλά προστατευόμενη περιοχή, πέραν και βόρεια μικρού ποταμού που διέσχιζε το πυκνό Πευκοδάσος της περιοχής Φοινίκι. Μέσα στο δάσος, έκτισαν μικρή εκκλησία και νοτιοανατολικά από αυτήν τον νέο οικισμό τους.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότες και ο προστάτης του χωριού που ήταν ο Άγιος Μάμας, έκανε την θαυματουργή παρέμβαση του, στέλνοντας στους Τούρκους σφετεριστές του χωριού, ανίατη και μολυσματική ασθένεια. Σε πολύ λίγο χρόνο, όλοι οι Τούρκοι είχαν πεθάνει από αυτήν.
Για πάρα πολλά χρόνια κανείς δεν τολμούσε να μπει στο χωριό. Ούτε Τούρκος ούτε Μωαμεθανός ούτε Χριστιανός. Τότε ο Άγιος Μάμας, για δεύτερη φορά έκανε την παρέμβαση του και οραμάτισε άνθρωπο από τον οικισμό στο Φοινίκι, να πάει στο χωριό και να κτίσει εκκλησία και να την αφιερώσει στο Όνομα του.
Αυτό και έγινε. Πήγε στο χωριό, έκτισε εκκλησία και την αφιέρωσε στον Άγιο Μάμα. Όταν οι άλλοι κάτοικοι του οικισμού στο Φοινίκι, είδαν ότι δεν υπήρχε πλέον η ασθένεια, γύρισαν σε αυτό και το κατοίκησαν. Οι Οθωμανοί, από εκείνη τη μέρα, δεν τόλμησαν να ξαναμπούν στον Άγιο Μάμα, ούτε καν για να μαζέψουν τους φόρους.
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οι άνθρωποι από το χωριό Άγιος Μάμας, θέλοντας να κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη των χρόνων εκείνων που έζησαν μακριά από τα σπίτια και το χωριό τους, έκτισαν Ναό στην περιοχή όπου τους φιλοξένησε κατά τα δύσκολα χρόνια.
Τον έκτισαν με γεμιστούς οπτόπλινθους και σε σχήμα μονόκλιτης Βασιλικής η οποία φέρει δίρριχτη, οξυκόρυφη και κεραμοσκεπή στέγη. Το ξωκλήσι τους το αφιέρωσαν στον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος μαζί με τον Άγιο Μάμα ήταν οι προστάτες και οι ηγέτες των θρυλικών Βυζαντινών Ακριτών, οι οποίοι κατά τα Βυζαντινά χρόνια είχαν στρατοπεδέψει στο χωριό τους, προστατεύοντας το από τους πειρατές, που λυμαίνονταν το εσωτερικό του νησιού.
Στον ίδιο χώρο και νοτιοανατολικά, δημιούργησαν εκδρομικό χώρο. Τον δημιούργησαν με σκοπό να μαζεύονται όλοι οι χωριανοί, να γνωρίζονται μεταξύ τους και να θυμούνται οι πιο παλιοί την ιστορία τους και μιλώντας για αυτήν να την μεταλαμπαδεύουν στις νεότερες γενεές.