Αρχές του 4ου αιώνα μ.χ. το καράβι που μετέφερε την Αγία Ελένη από τους Αγίους Τόπους στην Κωνσταντινούπολη, προσάραξε στα νότια παράλια της Κύπρου και στις εκβολές του ποταμού Τέτιου. Αργότερα ο ποταμός μετονομάστηκε σε «Βασιλικός» για ενθύμηση του γεγονότος.
Κατεβαίνοντας από το καράβι, η Αγία προχώρησε προς την ανατολικότερη βουνοκορφή του Τροόδους από όπου φαινόταν φως να λάμπει το καταμεσήμερο. Το φαινόμενο αυτό είναι ορατό ακόμα και σήμερα, αφού οφείλεται στην αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα πυριγενή πετρώματα της βουνοκορφής.
Φθάνοντας στο βουνό, θεμελίωσε εκκλησία και έκτισε Μονή στην θέση παλαιού αρχαιοελληνικού Ναού που υπήρχε στην κορυφή του και ήταν αφιερωμένος στη Θεά Αφροδίτη. Το όρος ονομάστηκε «Σταυροβούνι» και η Μονή «Ιερά Μονή Σταυροβουνίου».
Στην συνέχεια η Αγία προχώρησε βόρεια του νησιού και φθάνοντας στις επικλινείς πλαγιές του Πενταδακτύλου, έκτισε την «Μονή της Αγίας Ελένης». Ακολούθως προχώρησε προς την ψηλότερη βουνοκορφή του νησιού, τον Όλυμπο με σκοπό να βρει νέες τοποθεσίες για να κτίσει μοναστήρια.
Ο Όλυμπος κρίθηκε σαν ακατάλληλος αφού ήταν πολύ δύσβατος και απλησίαστος από τους ανθρώπους, έτσι προχώρησε νοτιότερα και φθάνοντας στην πανέμορφη περιοχή του χωριού Κουκάς, έκτισε μοναστήρι και το προίκισε με ξύλινο Σταυρό που κατασκευάστηκε από το Τίμιο ξύλο και το ονόμασε «Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού Κουκάς».
Δεν έμεινε όμως μέχρι εκεί. Προχώρησε ακόμα πιο νότια και φθάνοντας στην περιοχή του χωριού Όμοδος όπου υπήρχε ήδη Ιερά Μονή, άφησε σε αυτήν μέρος από το σχοινί που οι Ρωμαίοι έδεσαν τον Χριστό επάνω στον Σταυρό. Από το γεγονός αυτό η Μονή μετονομάστηκε σε «Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Ομόδους».
Από το Όμοδος η Αγία Ελένη προχώρησε προς τα νότια παράλια του νησιού. Φθάνοντας στην ακτή και στο ακρωτήριο που σήμερα ονομάζεται «Ακρωτήριο Γάτα» διαπίστωσε ότι μεγάλο μέρος της περιοχή καλυπτόταν από πολύ πυκνή χαμηλή βλάστηση και το υπόλοιπο από μια τεράστια λίμνη.
Η ύπαρξη νερού αλλά και η πυκνή βλάστηση συνέργησαν στην γρήγορη αναπαραγωγή και την αύξηση των δηλητηριωδών φιδιών σε τρομακτικά μεγάλο αριθμό. Νότια της λίμνης έκτισε Μοναστήρι και το στελέχωσε με μοναχούς στους οποίους έδωσε εντολή να φροντίζουν και να συντηρούν καθ όλη τη διάρκεια του έτους 100 γάτους, με σκοπό αυτοί να εξαλείψουν τα φίδια.
Στην συνέχεια προχώρησε προς το σημείο του Βασιλικού ποταμού, όπου και την περίμενε νέο καράβι για να την μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη.
Η Μονή που έκτισε στο ακρωτήριο Γάτα μετά από κάποιες εκατονταετίες για κάποιο λόγο εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν , επαναλειτούργησε για κάποια χρονική περίοδο όπου και ξανά εγκαταλείφθηκε.
Σήμερα στελεχώνεται από 4 μοναχές οι οποίες με μεγάλες προσπάθειες και προσωπικές θυσίες προσπαθούν να την κρατήσουν σε λειτουργία, εκπληρώνοντας όλα τα διακονήματα που το Σχήμα τους απαιτεί μη εξαιρουμένου και αυτού που απορρέει από την εντολή της Αγίας Ελένης. Έτσι σε όλους τους χώρους της Μονής θα δεις δεκάδες γάτους.
Αυτό είναι πολύ δαπανηρό και πολύ δύσκολο για τις 4 μοναχές να τρέφουν τόσες πολλές γάτες. Έτσι αν έχετε σκοπό να μεταβείτε στην περιοχή, κάντε τον κόπο και θυσιάστε μερικά λεπτά για να επισκεφτείτε την Μονή και να βοηθήσετε όπως μπορείτε τις μοναχές.
Εξάλλου το Μοναστήρι έχει πολλά να σας δώσει. Τόσο το καθολικό που είναι κτίσμα του 13ου ή αρχών του 14ου αιώνος και πρόκειται για μονόκλιτη καμαροσκέπαστη Βασιλική, άλλο τόσο τα ερείπια του πρώτου μοναστηριού που βρίσκονται βόρεια του καθολικού, αλλά και τα κελιά και οι διάδρομοι τους που καλύπτονται από επαναλαμβανόμενα πετρόκτιστα και καμαρωτά τόξα που φέρουν περίτεχνα σκαλίσματα μαζί και οι πανέμορφοι κήποι που τα περιβάλλουν, είναι εκεί και σας «περιμένουν».
Πηγαίνοντας λοιπόν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου των Γάτων μην ξεχάσετε να έχετε μαζί σας λίγη ξηρά τροφή για τις γάτες. Θα τις λατρέψετε αφού πρώτα σας «σκλαβώσουν» με τα νάζια τους.