Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου του Καυκάλου βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του λόφου στις πλαγιές του οποίου οι άνθρωποι έχουν κτίσει το ομώνυμο χωριό και στην δυτική όχθη του ποταμού Ελιάς.
Έδωσαν στον Άγιο Γεώργιο το προσωνύμιο «του Καυκάλου» ακριβώς γιατί ο λόφος πάνω στον οποίο έχουν κτίσει την εκκλησία του, στα πολύ παλιά χρόνια αλλά και σε κάποια εναπομείναντα μέχρι σήμερα σημεία του, ήταν καλυμμένος με ένα λίγο περίεργο ασβεστολιθικό πέτρωμα το οποίο, όταν βρεχόταν η επιφάνεια του γινότανε πολύ μαλακή και όταν στέγνωνε γινόταν τόσο σκληρή όσο και το ατσάλι. Από κάτω όμως εξακολουθούσε να είναι πιο μαλακό.
Έτσι το παρομοίωσαν με την κόρα του ψωμιού που απέξω είναι πολύ σκληρή και από μέσα μαλακή, με τη διαφορά ότι στο νησί την κόρα την ονομάζουν και «καυκάλι» το οποίο προφέρεται και «Καύκαλος».
Ο Ναός ξεκίνησε να κτίζεται το 1821, μετά από ένα πολύ συγκλονιστικό περιστατικό το οποίο όχι μόνο στενοχώρησε του λίγους κατοίκους του χωριού αλλά τους ώθησε να κτίσουν μία τόσο όμορφη αλλά και τόσο μεγάλη για το μέγεθος του χωριού εκκλησία.
Όταν οι πέντε οικογένειες, κτήτορες του χωριού, βοσκοί στο επάγγελμα από το μακρινό χωριό Κυπερούντα, πήραν τα κοπάδια τους και αφού κατηφόρισαν τις πλαγιές της Μαδαρής και φθάνοντας στην περιοχή του Καύκαλου, ψάχνοντας για νέα βοσκοτόπια έτσι ώστε να ξεχειμωνιάζουν οι ίδιοι και τα πρόβατα τους από την παγωνιά που μάστιζε τους χειμώνες το χωρίο τους, είδαν ότι η περιοχή δεν ανήκε σε κανένα, τότε έκτισαν τις στάνες και τα πρόχειρα σπίτια τους και κατοίκησαν γύρω από τον «φαλακρό» λόφο.
Στην κορυφή του λόφου υπήρχε μικρό σπήλαιο και μέσα σε αυτό τοποθέτησαν ένα εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου για να το επισκέπτονται όταν θα είχαν ανάγκη την βοήθεια του. Εκκλησιά δεν έκτισαν διότι στην περιοχή του λόφου έμεναν μόνο τα καλοκαίρια. Τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα τα εκτελούσαν μέσα στο σπήλαιο – εκκλησία.
Με την πάροδο των χρόνων ο μικρός οικισμός μεγάλωσε και άρχισαν να κατοικούν σε αυτόν και άλλοι άνθρωποι με διαφορετικά επαγγέλματα από του βοσκού. Ήλθαν γεωργοί που με τα χέρια τους ξεχέρσωσαν τον λόφο από την καυκάλα και τον μετέτρεψαν σε αρόσιμη έκταση. Ήλθαν αμπελουργοί και μετέτρεψαν τις πλαγιές των βουνών σε χρυσοπράσινους αμπελώνες.
Ο οικισμός τους έγινε πολύ γνωστός και οι έμποροι από τα γύρω χωριά αλλά και από πιο μακρινές περιοχές άρχισαν να πηγαινοέρχονται δια μέσω του Αγίου Γεωργίου προς τις ορεινές περιοχές του Τροόδους και κύρια προς την Κυπερούντα και τον Αγρό για να εμπορευθούν τα προϊόντα τους.
Κοντά στο 1821, έμποροι από το χωριό Ορούντα της Λευκωσίας που επέστρεφαν από την Κυπερούντα, χρησιμοποίησαν το μικρό σπήλαιο για να προστατευτούν από μια νυχτερινή μπόρα. Εισερχόμενοι σε αυτό είδαν το εικόνισμα και θεώρησαν πως έβλεπαν ένα θαύμα. Χαράματα την άλλη μέρα, αφού σαμάρωσαν τα γαϊδούρια τους και φόρτωσαν σε αυτά τις πραμάτειες τους, πήραν και το εικόνισμα και πριν τους αντιληφθούν οι κάτοικοι του οικισμού, έφυγαν για το χωριό τους.
Οι κάτοικοι του Αγίου Γεωργίου, όταν είδαν ότι το εικόνισμα τους δεν ήταν στην θέση του, νόμισαν ότι ο Άγιος το μετακίνησε κάπου αλλού. Μάταια έψαξαν να το βρουν σε κάθε πιθανή κρυψώνα. Εκείνοι όμως που πήραν το εικόνισμα, φθάνοντας στο χωριό τους είπαν στους συγχωριανούς τους ότι το βρήκαν μετά από θαύμα. Το κράτησαν και το έκρυψαν πολύ καλά.
Όσο δύσκολα και αν «ταξίδευαν» τότε οι ειδήσεις, κάποτε έφθασε στα αυτιά των κατοίκων του Αγίου Γεωργίου το περίεργο «θαύμα». Αφού ήλθαν σε επαφή με τους κατοίκους της Ορούντας, συμφώνησαν να κτίσουν εκκλησία και να πάρουν το εικόνισμα να το τοποθετήσουν σε αυτήν.
Ξεκίνησαν να την κτίζουν στις 13 Απριλίου το 1821. Οι άνθρωποι ήταν λίγοι. Χρήματα πολλά δεν υπήρχαν και περίμεναν να πουλήσουν αρνιά , μια φορά τον χρόνο, για να δώσουν όλοι από το υστέρημα τους για να συνεχίσουν το κτίσιμο. Οι αντιξοότητες ήταν πολλές.
Η πέτρα Τροόδους ήταν πολύ σκληρή και δύσκολα μπορούσε να πελεκηθεί και ειδικότερα να εξαχθεί από τον σκελετό του όρους. Οι συνδετικές ύλες, όπως ο ασβέστης και οι μικροί κεραμιδένιοι σχιστόλιθοι μεταφέρονταν από πολλά χιλιόμετρα μακριά με γαϊδούρια και συγκεκριμένα από την βόρεια περιοχή του χωριού Κάτω Κουτραφάς και το βουνό Κορωνιά.
Επίσης λόγω του ότι έκτισαν την εκκλησία σε ρυθμό Φραγκοβυζαντινό, της οποίας η οροφή έφερε σταυροθόλια και δεν στηριζόταν σε κολώνες και δεν μπορούσαν να την ολοκληρώσουν με βαριά υλικά, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν ένα ειδικό πέτρωμα, το οποίο ήταν πολύ σκληρό και άκαμπτο αλλά πολύ ελαφρύ. ‘Έπρεπε να το μεταφέρουν και αυτό από τα λατομεία του βουνού Κορωνιά. Έτσι το κτίσιμο του Ναού κράτησε 102 χρόνια και τελείωσε τις 18 Ιουλίου το 1923.
Ο Γολγοθάς όμως του εικονίσματος δεν έλεγε να τελειώσει εκεί. Οι κάτοικοι του Αγίου Γεωργίου, ζήτησαν την επιστροφή του εικονίσματος τους και οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πολλά χρόνια. Στο τέλος, η εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού Ορούντας αποφάσισε να επιστρέψει στους δικαιούχους το εικόνισμα.
Τα χαμόγελα και η ικανοποίηση απλώθηκαν στα πρόσωπα των κατοίκων του Άγιου Γεωργίου. Το εικόνισμα τους θα επέστρεφε μετά από πολλούς αιώνες στον τόπο που ανήκε. Ενθουσιασμένοι όλοι τους, μίσθωσαν λεωφορεία και ταξίδεψαν προς την Ορούντα.
Αυτό μαθεύτηκε πολύ πριν φθάσουν εκεί και οι κάτοικοι της Ορούντας θεωρώντας ότι έρχονταν με άγριες διαθέσεις , μαζεύτηκαν στην είσοδο του χωριού τους και δεν τους επέτρεψαν να αποβιβαστούν από τα οχήματα τους. Οι πάντα ειρηνικοί και φιλήσυχοι κάτοικοι του Αγίου Γεωργίου για να μην δημιουργηθούν έκτροπα και συμπλοκές αποχώρησαν χωρίς να πάρουν το εικόνισμα τους.
Έτσι το εικόνισμα εξακολουθεί και σήμερα ν βρίσκεται σε ειδικό θησαυροφυλάκιο κάπου στην Ορούντα, με την ελπίδα κάποια μέρα να επιστρέψει εκεί που δικαιωματικά ανήκει και αποφάσισαν μετά από 100 χρόνια που έκτισαν την εκκλησία τους να την ολοκληρώσουν τοιχογραφώντας την.
Τοιχογράφησαν το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού μέρους του Ναού με τις πιο όμορφες αγιογραφίες που προσωπικά έχω δει. Μένουν όμως πολλά ακόμα να γίνουν. Οι 30 μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν την εκκλησία τους και εσωτερικά και μετά να διεκδικήσουν ξανά το εικόνισμα του Αγίου τους. Το δικαιούνται. Είναι δικό τους.