Όταν οι 3 κόρες του Βασιλιά της Πάφου και ολόκληρου του νησιού της Κύπρου, Κινύρα, απαλλάχτηκαν από τη τιμωρία που τους είχε επιβάλει η Θεά της Ομορφιάς και του Έρωτα, η Αφροδίτη, που ήταν να εξασκούν την πορνεία στα περίχωρα της Αιγύπτου, γύρισαν στο νησί με σκοπό να κατοικήσουν στο παλάτι του πατέρας τους.
Ο Κινύρας τις δέχθηκε στο παλάτι του αφού πρώτα τις συγχώρεσε. Η τρίτη, η μικρότερη κόρη, η πιο όμορφη από όλες τις άλλες, η Βραισία, ζήτησε από τον βασιλιά πατέρα της να της κτίσει δικό της παλάτι για να ζήσει τη ζωή που η ίδια ήθελε και σε τόπο που της είχε υποδείξει η Θεά Αφροδίτη.
Ο Βασιλιάς υπάκουσε στην εντολή της Θεάς και έκτισε στη δυτική όχθη του ποταμού Βώκαρου ή όπως λέγεται σήμερα "Ξεροπόταμος" και μέσα σε ένα δαιδαλώδες σύστημα παραποτάμων που όλοι πήγαζαν από το Όρος Ακάμας (σημερινά Όρη του Κύκκου), οικισμό τον οποίον ονόμασε Βραισία και στο κέντρο του έκτισε Ναό τον οποίο αφιέρωσε στην Αφροδίτη.
Η περιοχή, ακόμη και σήμερα μοιάζει να είναι παραδείσια. Εκατοντάδες πηγές, αναβλύζουν τον χειμώνα από τα σπλάχνα των Ορέων του Ακάμα σχηματίζοντας ρυάκια, παραποτάμους και δάση με πανύψηλα Πεύκα, Πλάτανους, Σκλήδρους και Σφένδαμους.
Οικισμός με την πάροδο του χρόνου μεγάλωσε και απόκτησε τεράστια κτηματική περιουσία. Οι κάτοικοι του ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αφού το έδαφος του ήταν πολύ γόνιμο και παραγωγικό.
Όταν στο νησί, επικράτησε η Νέα Θρησκεία, ο Χριστιανισμός, οι κάτοικοι του για να προστατέψουν τον Ναό της Θεάς Αφροδίτης την σκέπασαν εξολοκλήρου με χώμα. Κουβαλούσαν χώμα με τα γαϊδούρια μέρα και νύχτα μέχρι που σχημάτισαν πάνω από τον Ναό ένα μικρό λόφο. Για να μην μπορέσει κανείς να βρει και να ξεθάψει τον Ναό, μετακίνησαν τον οικισμό τους, 2 χιλιόμετρα δυτικότερα και τον έκτισαν εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Στους επόμενους 8 αιώνες, οι κάτοικοι του νέου χωριού, έζησαν σε ειρήνη και ευημερία μιας και οι Βυζαντινοί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για την ενδοχώρα του νησιού παρά μόνο περιορίστηκαν στα παράλια.
Η Φραγκοκρατία, βρίσκει το χωριό να είναι πολύ δυνατό οικονομικά, αφού κατείχε τεράστια κτηματική περιουσία και το μετατρέπουν σε Φέουδο. Βορειοανατολικά του χωριού και πέρα από τη ανατολική όχθη του Βώκαρου, αφού πρώτα γεφύρωσαν τον ποταμό με πέτρινο γεφύρι, δημιούργησαν μεταλλείο χρυσού.
Μεταλλείο προσπάθησαν να δημιουργήσουν και οι σύγχρονοι εκμεταλλευτές του πλούτου του νησιού στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά τα ευρήματα σε μετάλλευμα ήταν μηδαμινά και το εγκατέλειψαν μετά από λίγους μήνες αφήνοντας πίσω τους μία εκσκαφή μερικών δεκάδων μέτρων η οποία τον Χειμώνα μετατρέπεται σε μικρή λίμνη.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι του χωριού, για να προστατέψουν τον πλούτο τους αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον Μωαμεθανισμό. Γίνονται Λινοβάμβακοι και τη μέρα προσκυνούν στο Τζαμί και το βράδυ στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και μετονομάζουν το χωριό τους από Βραισία σε Βρέτσια.
Μέχρι το 1974, όταν έγινε η Τούρκικη εισβολή στο νησί, το χωριό έσφυζε από ζωή και οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του ασχολούνταν κυρίως με την αμπελοκαλλιέργεια. Η ευμάρεια και ο πλούτος των κατοίκων του, φανερώνεται ακόμα και σήμερα παρόλο που όλα τα σπίτια έχουν λεηλατηθεί και καταστραφεί.