Οι κάτοικοι του χωριού Συκόπετρα, επέλεξαν και αφιέρωσαν την κύρια εκκλησία του χωριού τους στον Άγιο Δημήτριο. Βρίσκεται κτισμένη στην άκρη βαθιάς ρεματιάς και γεωγραφικά στο κέντρο του χωριού που «απλώνεται» σας ευθεία γραμμή σε πλαγιά της βουνοκορφής Παπούτσα.
Είναι κτισμένη σχετικά πολύ πρόσφατα, αφού οικοδομήθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα. Στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερος Ναός αφιερωμένος στον ίδιο Άγιο. Είναι κτίσμα Βυζαντινού ρυθμού σε σχήμα σταυροειδές χωρίς εξωτερικό τρούλο. Καλύπτετε από πολυεπίπεδη κεραμοσκεπή στέγη. Το καμπαναριό βρίσκεται στην γωνία που σχηματίζουν ο νότιος τοίχος με τον νάρθηκα. Πέραν από θρησκευτική αξία, αρχιτεκτονικά δεν έχει να προσθέσει τίποτα.
Στον προαύλιο χώρο του Ναού υπάρχει βρύση πόσιμου νερού. Η βρύση του Αγίου Δημητρίου, αποτελούσε τα χρόνια τα παλιά, σημείο μάζωξης των νεαρών κοριτσιών του χωριού. Ήταν για αυτές, η μοναδική έξοδος από το σπίτι τους που γινόταν χωρίς την επιτήρηση των γονιών τους. Πήγαιναν στην βρύση με τις στάμνες στον ώμο για να τις γεμίσουν με φρέσκο και δροσερό νερό.
Κάτω από την σκιά παμπάλαιου πλάτανου, στην αυλή της εκκλησίας, ήταν η βρύση. Λίγα μέτρα πιο μακριά ο ελιόμυλος, όπου οι νεαροί άντρες μαζεύονταν για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στο άλεσμα του ελαιοκάρπου.
Τα νεαρά κορίτσια, περιμένοντας την στάμνα τους να γεμίσει, επιδίδονταν σε παιχνίδια της εποχής τους. Τα χαρούμενα γέλια τους και οι φωνές τους αντιλαλούσαν στις γύρω βουνοκορφές, ενώ οι νεαροί άντρες, προσπαθούσαν από μακριά να «κλέψουν» ένα κρυφό κοίταγμα τους, πειράζοντας λεκτικά και φωναχτά ο ένας τον άλλο. Το χωριό «ζωντάνευε».
Πολύ αργότερα. Η αστυφιλία ανάγκασε τον ελιόμυλο να κλείσει για πάντα τις πόρτες του και την βρύση του Αγίου Δημητρίου να δίνει το νερό της και αυτό να τρέχει στις πλαγιές της ρεματιάς και να χάνεται στο βάθος της.
Ο γέρο πλάτανος, μη έχοντας να δώσει την σκιά του σε κανένα, ξεράθηκε και το προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, παραμένει βουβό. Το μόνο που το συνδέει με το όμορφο και γεμάτο χαρούμενες φωνές παρελθόν του, είναι οι μνήμες κάποιων άλλοτε νεαρών κοριτσιών που καθισμένα στη εξώπορτα, με τα πρόσωπα τους να μετρούν τις εμπειρίες των χρόνων που πέρασαν και τα τρεμάμενα χέρια τους να ξεφλουδίζουν αμύγδαλα, θυμούνται με γλυκιά νοσταλγία τις εποχές εκείνες.