Στο μικρό νησί μας, υπάρχουν κάποια μνημεία - μουσεία που η ιστορία τους είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία του Λαού μας. Δυστυχώς όμως η αδιαφορία των ιθυνόντων και πιο πολύ των εκάστοτε κυβερνώντων, τα αφήνει στο έλεος του χρόνου και των καιρικών και άλλων συνθηκών, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται και να χάνονται και μαζί τους να χάνεται, κάθε φορά, ένα κομμάτι της ιστορίας μας.
Ένα τέτοιο ιστορικό, Λαϊκό μουσείο, βρίσκεται στο χωριό της Λεμεσού, την Συκόπετρα. Ένας παμπάλαιος, ίσως ο πιο παλιός στο νησί ελιόμυλος, «αργοπεθαίνει» σε κάποια γειτονιά του χωριού.
Τα πάντα στο εσωτερικό του πέτρινου κτιρίου, στην θέση τους, λες και περιμένει τους ελαιοπαραγωγούς για την μυστηριακή εξαγωγή του ελαιόλαδου. Ο τεράστιος πέτρινος τροχός, σταματημένος στο ίδιο σημείο που τον παράτησαν πριν δεκάδες χρόνια, «τρομάζει» με το μέγεθος του και την σκέψη της δύναμης που εξασκούσε στον ελαιόκαρπο για να τον πολτοποιήσει. Στο κέντρο του, ένα τεράστιο χοντρό κοντάρι , αποτελούσε τον μοχλό όπου 4 ή και 5 δυνατοί άντρες, εξασκώντας την δύναμη τους, τον ανάγκαζαν να γυρίζει μέσα στην επίσης πέτρινη λεκάνη, όπου έριχναν τον ελαιόκαρπο.
Παραδίπλα, η μέγγενη όπου τοποθετούσαν τα ζεμπίλια αφού προηγουμένως τα γέμιζαν με τον πολτοποιημένο ελαιόκαρπο. Εξασκώντας δύναμη στην στρόφιγγα της μέγγενης, αυτή πίεζε τα ζεμπίλια από τα οποία «έτρεχε» πλέον το ελαιόλαδο αναμειγμένο με ξένες ουσίες. Αυτό το τοποθετούσαν σε πήλινο πιθάρι που βρισκόταν πάνω από εστία φωτιάς και στο οποίο πρόσθεταν νερό. Με το ζέσταμα, το ελαιόλαδο ξεχώριζε και επέπλεε στο νερό και οι ακαθαρσίες και τα ξένα σώματα βυθιζόντουσαν. Με ξύλινα δοχεία, έπαιρναν το ελαιόλαδο και το έριχναν στα τεράστια πήλινα πιθάρια που είχαν στα κελάρια τους και το άφηναν να κρυώσει.
Ακολουθούσε μια διαδικασία «μετάγγισης» του ελαιολάδου μετά από λίγους μήνες, από πιθάρι σε πιθάρι, αφήνοντας στον πάτο του πρώτου πιθαριού τις όποιες ακαθαρσίες κατακάθονταν. Έτσι το καθαρό πλέον ελαιόλαδο μπορούσε να διατηρηθεί για πολλά - πολλά χρόνια αναλλοίωτο.