Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα ο Χριστιανικός κόσμος είχε χάσει σχεδόν όλα τα Πατριαρχεία του από τους Άραβες εκτός από αυτό της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης. Την Κύπρο, οι Άραβες δεν μπόρεσαν να την αποσπάσουν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρόλο που αποβίβασαν στο νησί μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, την ίδια ώρα που τα παράλια της δέχονταν συχνές επιδρομές από Σαρακηνούς πειρατές.
Μπροστά στο φάσμα να χάσουν το νησί οι Βυζαντινοί, προχώρησαν σε συμφωνία με τους Άραβες, που προνοούσε τον διαμοιρασμό μεταξύ τους, των λαφύρων αλλά και των φόρων που θα επέβαλλαν από κοινού στον Λαό της Κύπρου.
Με τη συμφωνία αυτή δημιουργήθηκε στο νησί μια πολύ περίεργη και μοναδική ίσως στον κόσμο κατάσταση. Στο εσωτερικό του νησιού μαίνονταν σφοδρές, καθημερινές και φονικές μάχες μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και στα παράλια επικρατούσε πλήρης ειρήνη.
Η κατάσταση αυτή κράτησε περίπου 250 χρόνια. Σ αυτή την περίοδο της ειρήνης στα παράλια, άνθρωποι που κρύβονταν στην ενδοχώρα από τον φόβο των πειρατών, κατέβηκαν από τα βουνά και έκτισαν οικισμό στην κορυφή λόφου που δέσποζε των νότιων ακτών του νησιού. Η περιοχή αυτή σήμερα λέγεται «Αγία Ειρήνη» και πιθανόν και ο οικισμός να έφερε το ίδιο όνομα. Από αυτό τον οικισμό υπάρχουν σήμερα κάποια σκόρπια χαλάσματα και τα ερείπια μιας μικρής εκκλησίας.
Η θέση που οικοδομήθηκε το χωριό, προκαλούσε τους κάθε λογής πειρατές, οι οποίοι στους αιώνες που ακολούθησαν διέσχιζαν συχνά τις νότιες θάλασσες της Κύπρου. Σαρακηνοί, Γενουάτες, Μαμελούκοι, Τούρκοι πειρατές της Καραμανιάς αλλά και πειρατές που υποδαυλίζονταν από την Λατινική εκκλησία (την ίδια ώρα που εξέδιδαν νόμους προστασίας του Λατινικού κλήρου από την πειρατεία αφήνοντας τον λαό απροστάτευτο) κατά καιρούς ρήμαζαν τα χωριά του νησιού.
Αρχές του 14ου αιώνα, οι κάτοικοι του οικισμού, μη αντέχοντας άλλο τις λεηλασίες πήραν την μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψουν τον οικισμό τους και να προχωρήσουν πιο βόρεια, σε μικρή μεν απόσταση από αυτόν αλλά σε περιοχή που θεωρούσαν πως θα προστατεύονταν από τα βλέμματα των πειρατών.
Επέλεξαν περιοχή η οποία βρισκόταν ανάμεσα σε δυο δίδυμες βουνοκορφές και που σε πολύ ψηλό σημείο τους υπήρχε φυσική πηγή γλυκού και πόσιμου νερού αλλά και μεγάλες αγροτικές εκτάσεις με αρόσιμη γη, ενώ στα δυτικά υπήρχε ο ποταμός Ξερός, με την επίσης εύφορη κοιλάδα που είχε δημιουργήσει.
Έκτισαν τα σπίτια τους με πέτρα της περιοχής στο κοίλωμα που δημιουργούσαν στο σημείο ένωσης τους οι δυο βουνοκορφές και κατά μήκος της πλαγιάς. Έτσι πέτυχαν να ξεφύγουν από τους πειρατές. Σε μικρή απόσταση από το χωριό, έκτισαν τον Ναού τους. Τον αφιέρωσαν στον Άγιο Παντελεήμονα. Καλά κρυμμένοι από τους πειρατές οι άνθρωποι ευημερούσαν βόσκοντας τα πρόβατα τους και καλλιεργώντας τους αγρούς τους.
Δυστυχώς όμως η τοποθεσία που επέλεξαν να κτίσουν το χωριό τους είχε σαθρό υπόστρωμα. Ήταν όχθη ποταμού και τα βουνά ήταν από άμμο. Στις αρχές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ένας σεισμός ήταν αρκετός να μετατρέψει την 6 αιώνων εξέλιξη ενός χωριού, σε μερικούς σορούς από πέτρες. Το χωριό έπαθε μεγάλες ζημιές. Τα περισσότερα σπίτια και η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμων κατεδαφίστηκαν.
Οι Άγγλοι κατακτητές ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τους κατοίκους. Αυτοί συνηθισμένοι στις κακουχίες και στην δύσκολη ζωή, έκτισαν παράγκες και πρόχειρα παραπήγματα και παρέμειναν ριζωμένοι στην της γης τους για περίπου 20 χρόνια.
Ανάμεσα σε όλα αυτά υπήρχε και η ανάγκη της οικοδόμησης νέου Ναού. Με τα πενιχρά έσοδα τους, με τις λιγοστές οικονομίες τους έκτισαν μεγάλο και ωραίο Ναό. Τον αφιέρωσαν στον Άγιο Παντελεήμονα.
Η άγνοια του γνήσιου λαϊκού ανθρώπου της τότες εποχής. Η καλοσύνη και η καλοπροαίρετη παροχή εμπιστοσύνης σε κάποιους που είναι ειδικοί, αλλά και οι χρήση στην εποχή εκείνη, οικοδομικών υλικών από θαλάσσια λατομεία, είχε σαν αποτέλεσμα την γρήγορη οξείδωση του σιδερένιου οπλισμού της οικοδομής, που στην συνέχεια προκάλεσε την κατάρρευση του Ναού.
Μετά από όλα αυτά, οι κάτοικοι πήραν την απόφαση να ξανακτίσουν το χωριό τους. Να ξανακτίσουν τις εκκλησίες τους, σε άλλη περιοχή που θα τους παρείχε επιτέλους ασφάλεια και σιγουριά. Μετακινήθηκαν στο ψηλότερο σημείο των δύο βουνοκορφών. Στην πιο ψηλή έκτισαν περικαλλή Ναό και τον αφιέρωσαν στον Άγιο Παντελεήμονα. Γύρω από τον Ναό έκτισαν τα σπίτια τους, για να τα προσέχει ο Άγιος που τόσους αιώνες κουβαλούσαν μέσα στις καρδιές τους.
Όταν και ο τελευταίος κάτοικος μετακινήθηκε από τα Παλιά Χολέτρια στο νέο χωριό η Οδύσσεια των κατοίκων είχε τελειώσει. Μέσα σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας ευημέρησαν και το χωριό τους μεγάλωσε και συνεχώς επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεκάδες νεαρά ζευγάρια ανακάλυψαν τα Χολέτρια και μετατρέπονται σε μόνιμους κατοίκους, εκμεταλλευόμενα τις πολύ χαμηλές τιμές στα οικιστικά οικόπεδα που η τοπική αρχή φροντίζει να διαχωρίζει ακόμα και σήμερα μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής της.
Οι άνθρωποι όμως δεν ξέχασαν το παλιό χωριό τους. Το επισκέπτονται και το φροντίζουν, ίσως κάπου βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι κάποτε θα επιστρέψουν.