Η γεφύρωση ενός ποταμού με πέτρινο γεφύρι, απαιτεί μεγάλη μαστοριά, τέχνη και σε κάποιο βαθμό τύχη. Μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην Κύπρο κτίζονταν τέτοια γεφύρια, τα οποία συναντάμε στους δρόμους που ενώνουν πόλεις και χωριά. Τα πιο πολλά, τα προσπερνάμε χωρίς καν να τα προσέξουμε.
Η βασική αρχή για το κτίσιμο ενός πέτρινου γεφυριού είναι το τόξο και αυτό έχει σχέση με τις ιδιότητες του σαν μέρος του κύκλου. Ακολουθεί η αρχιτεκτονική, που όπως πηγάζει και από το όνομα της, άρχει επί της δημιουργίας, καθορίζοντας τις παραμέτρους με βάση τις οποίες θα οικοδομηθεί το γεφύρι. Ακολούθως αναλαμβάνει η μηχανική που θα το οικοδομήσει και θα παραδώσει στους ανθρώπους μία ασφαλή δίοδο πάνω απ’ το ποτάμι.
Την ολοκλήρωση του έργου, την αναλάμβανε ο Κάρφας. Ο πρωτομάστορας δηλαδή που θα είχε την όλη ευθύνη για την ολοκλήρωση του γεφυριού, φροντίζοντας για όλους τους άλλους που θα χρειαζόντουσαν κατά την οικοδόμηση.
Μερικές από τις επαγγελματικές ιδιότητες που χρειάζονταν για την οικοδόμηση ήταν οι κτίστες, οι πελεκάνοι, οι μαραγκοί, οι οικοδόμοι αλλά και ειδικοί για την εκτροπή των ποταμών. Όλοι αυτοί είχαν στην ευθύνη τους και ένα αριθμό τσιρακιών.
Αν η επιλεγόμενη τοποθεσία για το κτίσιμο του γεφυριού, δεν είχε σταθερές βάσεις για την τοποθέτηση των θεμελίων, τότε προχωρούσαν στην αφαίρεση του σαθρού χώματος μέχρι να βρουν σκληρή πέτρα. Πάνω σε αυτή γινόταν η θεμελίωση των ακροβάθρων (ριζογέφυρα), ένα σε κάθε όχθη και στην μέση θεμελίωναν τα μεσόβαθρα αν το γεφύρι ήταν με περισσότερα από ένα τόξα.
Στην συνέχεια με σανίδες καλούπωναν το γεφύρι και τα τόξα και άρχιζαν το κτίσιμο ταυτόχρονα και στα δύο σκέλη του. Για οικοδομικό υλικό χρησιμοποιούσαν την πουρόπετρα που τους παρείχε την δυνατότατα να την πελεκούν και να της δίνουν το σχήμα που χρειάζονταν και για συνδετικό υλικό το χώμα αφού το αναμείγνυαν με νερό και διάφορα άλλα υλικά.
Όταν τα δύο σκέλη του τόξου πλησίαζαν το ένα το άλλο τότε τοποθετούσαν το «κλειδί». Μια πέτρα, διαφορετική από τις άλλες, πιο μεγάλη στην εξωτερική επιφάνεια και πιο στενή στην εσωτερική.Συνήθως πάνω σε αυτή την πέτρα σκάλιζαν κάποιο οικόσημο ή χάρασσαν την ημερομηνία κτίσεως. Την τοποθετούσαν σαν σφήνα ανάμεσα στα δύο σκέλη του τόξου και έτσι ολοκληρωνόταν ή όπως οι μαστόροι το έλεγαν «κλείδωνε η καμάρα».
Αυτό που έμενε πια ήταν να αφαιρεθούν τα ξύλινα καλούπια και θα έλαμπε η αλήθεια. Ή που το γεφύρι θα «στεκόταν» όρθιο ή που θα σωριαζόταν σαν χάρτινος πύργος.
Αν σκεφτούμε τα μέσα που είχαν στην διάθεση τους τότε, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τόσο αρχιτεκτονικά όσο μηχανικά όσο και κατασκευαστικά, τα γεφύρια αυτά είναι άθλοι και των τριών κλάδων. Αρκεί να αναφέρω ότι βασική μονάδα μέτρησης των διαστάσεων ήταν η παλάμη του αρχιμάστορα.
Ένα από τα πιο όμορφα πέτρινα γεφύρια της Κύπρου, είναι το γεφύρι που βρίσκεται στον ποταμό Τρέμιθο και ενώνει τα χωριά Λύμπια και Μοσφιλωτή. Πρόκειται για γεφύρι δύο τόξων. Η τοποθεσία ανήκει στην Μοσφιλωτή. Οικοδομήθηκε το 1944 στο σημείο όπου ο Τρέμιθος ενώνεται με παραπόταμο του που έχει τις πηγές του στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Κόρνος – Σια – Δελίκηπος και αφού πρώτα «διχοτομήσει» την Μοσφιλωτή ενώνεται με τον Τρέμιθο.
Το πέτρινο γεφύρι στον Τρέμιθο έχει εύκολες σχετικά προσβάσεις και από τις δυο πλευρές του. Φυσικά πάντοτε να έχετε στο μυαλό, ότι βρίσκεστε σε κοίτη χείμαρρου και αυτό ενέχει κινδύνους.